Δευτέρα, Ιουλίου 31, 2006

Η ανθρωπότητα κλαίει



«Αγαπώ τον τόπο που γεννήθηκα σχεδόν με την ίδια αγάπη που με πλημμυρίζει για την περιοχή που ζω. Αγαπώ την περιοχή όπου ζω μ’ ένα κομμάτι από την αγάπη που έχω για την πατρίδα μου. Κι αγαπώ όλη τη γη, γιατί είναι ο τόπος όπου μέσα του αναπτύσσεται η ανθρωπότητα. Αυτή η ανθρωπότητα στέκει ανάμεσα στα ερείπια, κρύβοντας τη γύμνια της με κουρέλια, με δάκρυα καυτά να τρέχουν στα μαραμένα της μάγουλα, φωνάζοντας τα παιδιά της με φωνή που γεμίζει τους αιθέρες με θρήνους κι ουρλιαχτά. Μα τα παιδιά της είναι πολύ απορροφημένα από το γυάλισμα των σπαθιών τους. Πού να προσέξουν τα δάκρυά της! Αυτή η ανθρωπότητα κάθεται μονάχη, ικετεύοντας το λαό της. Και οι άνθρωποι που τη βλέπουν, λένε: Ασ’ την μόνη της, γιατί τα δάκρυα συγκινούν μονάχα τους αδύναμους»

Kahlil Gibran



Φωτογραφία : Getty Images, CNN "Γυναίκα θρηνεί για τα θύματα της Qana", 31.07.06
Κείμενο : Απόσπασμα από το "Όραμα" (2002), του Λιβανέζου ποιητή Kahlil Gibran, 2002.

Τετάρτη, Ιουλίου 26, 2006

Ψυχοθεραπευτική έξις

“Kανείς δε γίνεται γελοίος με τα χαρακτηριστικά που έχει,
αλλά με τα χαρακτηριστικά που προσποιείται ότι έχει.”

Σ. Καργάκος


γράφει ο Γιάννης


Αν δεν ήταν η ορειβασία ούτε το Blog ούτε η παρέα θα υπήρχαν το πιθανότερο.Η ορειβασία λοιπόν μας «ένωσε». Ο καθένας μας όμως βρέθηκε εκεί για τους δικούς του λόγους. Θα σας πω, λοιπόν, για τους δικούς μου.

Την ορειβασία δεν την είδα ποτέ σαν άθλημα κι αυτό βέβαια γιατί χέστηκα για τον αθλητισμό. Άλλωστε, ο αθλητισμός (έτσι όπως κατάντησε στις μέρες μας) περισσότερο αποστροφή μου δημιουργεί, παρά έλξη. Η ορειβασία λοιπόν, είναι και ήταν ένας από τους τρόπους να είμαι κοντά σε αυτά που γουστάρω πιο πολύ, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Το τζερτζελέ, τη μάσα, την καλοπέραση, το χαβαλέ, τη βαβούρα και τις άφθονες εξάρσεις γέλιου. Κι όταν όλα αυτά διαδραματίζονται σε ένα απομονωμένο (από την παρουσία των άλλων) τοπίο, μακριά από χώρους ελεγχόμενης συμπεριφοράς, ο χαβαλές κι η πλάκα κορυφώνονται και το «θαύμα» συντελείται. Είναι δύσκολο όμως να περιγραφεί. Για να το καταλάβεις πρέπει να το έχεις ζήσει.

Χωρίς τη ματαιοδοξία της καθημερινότητας κι απαλλαγμένος από όλα τα μικρά κι ασήμαντα που βαραίνουν την αφόρητα βαρετή ρουτίνα της πόλης, πετάω όλα τα άγχη και τα «φίλτρα συμπεριφοράς» στα σκουπίδια κι εστιάζω στον πραγματικό μου εαυτό.Εκεί που το γέλιο σε πνίγει και δυσκολεύεσαι να διατηρήσεις το ρυθμό της αναπνοής σου, εκεί που το σώμα σου (ανίκανο πια για οποιαδήποτε φυσική αντίδραση) έχει παραλύσει από τα γέλια και την κούραση, και βρίσκεσαι ξαπλωμένος ανάσκελα στο «απέραντο λευκό» βλέποντας τον ουρανό, αρχίζεις σταδιακά να συνειδητοποιείς τη ματαιότητα (ή και τη γελοιότητα) της ύπαρξης. Εκεί, μέσα στη γαλήνη των βουνών, απελευθερωμένος από κομφορμιστικές συμπεριφορές, καθωσπρεπισμούς και άχρηστους κοινωνικούς κανόνες, κατεβάζεις τους διακόπτες και προσεγγίζεις πιο εύκολα το είναι σου. Το δικό σου και των άλλων.

Έτσι η ορειβασία – τα βουνά ήταν μια ακόμα ευκαιρία να δω και να νοιώσω όλα αυτά – να καλύψω την ανάγκη μου. Μια ευκαιρία να πλανευτώ και να γελάσω, να πιστέψω ότι ζω πραγματικά, ότι οι μέρες που περνάνε καταγράφουν κάτι αξιόλογο στο βιβλίο χαράς της μνήμης μου... (κατά Χάρη, score book). Κι όταν μια μέρα θα το διάβαζα, θα έλεγα ότι άξιζε τελικά, ακόμα και μόνο για τις στιγμές γέλιου που κατέγραψε, κι ας μην είχε καμία σοβαρότητα. Με τόσες ψυχοθεραπευτικές ιδιότητες, τί να την κάνεις τη σοβαρότητα;


Η ανάγκη αυτή για διαρκή διακωμώδηση, αυτοσαρκασμό, χαβαλέ κι επαφή με τη γελοία ανθρώπινη πλευρά μας, ξεκινάει από την παιδική ηλικία, και δυστυχώς όσο περνάνε τα χρόνια, (για κοινωνικούς κυρίως λόγους) πρέπει υποτίθεται, όλο και περισσότερο να καταπνίγεται. Ευτυχώς όμως, δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Στόχος μου τότε (αλλά και τώρα, το παραδέχομαι) ήταν να βρίσκομαι με φίλους μου και να «χαβαλεδιάζω όλη την ώρα», όπως έλεγε η μαμά μου, εννοώντας κάτι σαν τον απίστευτο χαβαλέ (με απανωτούς οργασμούς γέλιου) που κάνουμε με το Χρήστο τον κουβά (αλήθεια, πόσο κοντά στο στόχο έρχομαι μαζί σου... το περισσότερο που θυμάμαι τα τελευταία χρόνια∙ σ’ ευχαριστώ για την ευκαιρία Χρήστο, αν δεν το ξεκινούσες δεν θα το συνέχιζα...).

Μεγαλώνοντας η ανάγκη παρέμεινε ίδια. Δεν «εμπλουτίσθηκε» ποτέ και με κανένα ιδεολογικό υπόβαθρο, γιατί πολύ απλά, δεν χρειάστηκε! Άλλωστε οι ιδεολογίες συνήθως καταπιέζουν ή καθοδηγούν. Επίσης η ανάγκη μου αυτή ποτέ δεν σχετίστηκε με την επιλογή επαγγέλματος, γιατί πιστεύω ότι «δουλειά» και «διασκέδαση» πολύ δύσκολα συνδυάζονται. Άλλωστε, όπως και να το κάνεις, οτιδήποτε μπλέκει με χρήματα, χάνει τον αληθινό του χαρακτήρα και την αυθεντικότητά του.



Κάποτε, (ενώ ήμουν σε άθλια ψυχολογική κατάσταση) αποφάσισα να πάω για ορειβασία, έτσι για ν’ αλλάξω παραστάσεις. Ενώ το πρωί ξεκίνησα έτοιμος να κλάψω, το βράδυ γύρισα σπίτι χαχανίζοντας φορώντας το γνωστό ηλίθιο χαμόγελο ικανοποίησης.
Η συνορειβατική ατμόσφαιρα, είχε κάνει για ακόμα μια φορά το θαύμα της, σημειώνοντας ένα ακόμα τρίποντο στο S.B. Μπορεί στα μέρη αυτά να μη νοιώθει κανείς την ανάγκη να μείνει μόνος ή να μην νοιώσει ποτέ μόνος, ακόμα κι αν έχει την τάση να το κάνει. Οι συνορειβάτες σου, μπορεί να κάποτε να σε κουράσουν ή να γίνουν ακόμα κι ενοχλητικοί. Ένα είναι σίγουρο όμως. Δεν πρόκειται ποτέ να σε αφήσουν «μόνο».


Κάπως έτσι λοιπόν, βρέθηκα τον Νοέμβριο του 2004 στον ΑΟΣ. Από τότε μέχρι σήμερα η «ανάγκη μου» πήρε και μια άλλη διάσταση. Ο πραγματικός χαβαλές άρχισε να είναι άρρηκτα συνδεδεμένος και με πρόσωπα. Πρόσωπα, που αποτελούν τώρα πια μια άλλη-παράλληλη ανάγκη. Πρόσωπα των οποίων η ανάγκη έγινε εξάρτηση. Άλλη μια εξάρτηση για μένα. Δύσκολα πια διαχωρίζεις την ανάγκη από την πηγή της ευχαρίστησης του γέλιου. Παράλληλα όμως, το να μοιράζεσαι το ταξίδι, τις σκέψεις, το νερό, τις σοκολάτες, το τσίπουρο, το ξηροκάρπι και τα κωλόχαρτα μεγαλώνει την χαρά, την ικανοποίηση, το δέσιμο με τους συνταξιδιώτες. Μοιρασμένη χαρά διπλή χαρά, λέει σοφά η λαϊκή ρήση. Ποιος θα αμφισβητήσει, άλλωστε, ότι οι μνήμες των ταξιδιών μας κατακλύζονται από στιγμές απύθμενης βλακείας και τρελής πλάκας όπου πρωταγωνιστεί το γκρουπούσκουλο της G9 και τα τοπία παίζουν δευτερεύοντα ρόλο – είναι απλά σκηνικά; Η ίδια εκδρομή, το ίδιο μέρος, μπορεί να αφήνουν στη μνήμη μια εντελώς διαφορετική αίσθηση αν αλλάξουν τα πρόσωπα με τα οποία τα μοιράζεσαι. Αυτονόητο, θα πείτε...


Είναι, όμως, τόσο ωραίο να νιώθεις ότι οι συνταξιδιώτες σου κουβαλάνε μέσα τους την ίδια χαρά, την ίδια τρέλα, την ίδια «ηλιθιότητα», την ίδια γελοία διάθεση, και δεν είσαι πια ο παράξενος τύπος που «γουστάρει» τόση πολλή πλάκα. Να νιώθεις ότι είσαι κάπου που σε καταλαβαίνουν, να ανήκεις κάπου... Να έχεις τους (παρ’ τον ένα, χτύπα τον άλλο) συνορειβάτες σου! Να γνωρίζεις τις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά του καθένα και να γελάς με αυτά. Κι ο καθένας, να βάζει το δικό του λιθαράκι στο οικοδόμημα του χαβαλέ.


Μπορεί το χρονικό διάστημα από εκείνον το Νοέμβρη μέχρι σήμερα να είναι σχετικά μικρό, όμως οι σχέσεις που δημιουργήθηκαν (μαζί κι οι εξαρτήσεις) μοιάζουν με αυτές παλιών καλών φίλων. Ο χρόνος στις «ορειβατικές» σχέσεις μετράει αλλιώς, άλλωστε...
Δεν θα μπορούσα να φανταστώ εκείνη τη μέρα, βλέποντας π.χ. το Χάρη με το σκούρο κουστουμάκι και το σοβαρότατο του ύφος, πόσο «χάβαλος» ήταν πραγματικά....
Δεν θα μπορούσα να φανταστώ εκείνη την ημέρα, στην πρώτη σοβαροφανέστατη συνάντηση μας στον ΑΟΣ (άγνωστοι μεταξύ αγνώστων), τι πλάκα θα ακολουθούσε μετά....

______________________________________
Άραγε, θα τελειώσει ποτέ αυτό το τζέρτζελο;
Εύχομαι να μην έρθει ποτέ εκείνη η μέρα...



Posted by Yannis Pappas , 26.07.06

Πέμπτη, Ιουλίου 20, 2006

Ορειβατική Έξις


γράφει η Joypax

Αν δεν ήταν η ορειβασία ούτε το Blog ούτε η παρέα θα υπήρχαν το πιθανότερο. Η ορειβασία λοιπόν μας «ένωσε». Ο καθένας μας όμως βρέθηκε εκεί για τους δικούς του λόγους. Θα σας πω, λοιπόν, για τους δικούς μου.

Την ορειβασία δεν την είδα ποτέ σαν άθλημα και αυτό βέβαια γιατί όπως θα έχετε καταλάβει δεν είμαι αθλητικός τύπος. Είναι και ήταν ένας από τους τρόπους να είμαι κοντά σε αυτό που αγαπώ πολύ από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τη φύση. Τοπία χωρίς την παραμικρή παρέμβαση από τον άνθρωπο. Σπάνιο θέαμα πια, αλλά τόσο πανέμορφο. Αρμονία, ηρεμία, ομορφιά, μεγαλείο, «θαύμα», μια ανάσα και ας σταμάταγε ο χρόνος για πάντα εκεί. Εκεί που το δέος σε πνίγει... Είναι η συνειδητοποίηση της εφήμερης και «μικρής» ύπαρξής μας μπροστά σε κάτι τόσο μεγάλο, είναι το φως; Δεν ξέρω. Κάπου εκεί ερχόταν για μένα η θλίψη. Ίσως γιατί όταν κανείς βρίσκεται σ’ αυτά τα μέρη αφήνει πίσω τα ασήμαντα που θολώνουν το τοπίο και παίρνει μαζί τα σημαντικά... Εκεί μέσα στην γαλήνη βρίσκουν την ευκαιρία και σε κατακλύζουν. Κάθαρση; Πολύ βαριά λέξη.

Έτσι η ορειβασία – τα βουνά ήταν μια ακόμα ευκαιρία να δω και να νοιώσω όλα αυτά – να καλύψω την ανάγκη μου. Μια ευκαιρία να πλανευτώ, να πιστέψω ότι ζω πραγματικά, ότι οι μέρες που περνάνε γράφουν κάτι αξιόλογο στο βιβλίο της μνήμης μου... Κι όταν μια μέρα θα το διάβαζα, θα έλεγα ότι άξιζε τελικά, ακόμα και μόνο για τις φωτογραφίες, και ας μην είχε τόσο κείμενο.

Η ανάγκη αυτή για επαφή με τη φύση ξεκινάει από την παιδική ηλικία. Στόχος μου τότε (αλλά και τώρα άσχετα αν δεν το παραδέχομαι) ήταν να βρίσκομαι σε κατάφυτα μέρη και να «κυλιέμαι στο γρασίδι» όπως έλεγε η μαμά μου, εννοώντας κάτι σαν τις κολοτούμπες τις Σταυρούλας (αλήθεια πόσο κοντά στο στόχο είχα έρθει τότε... το περισσότερο που θυμάμαι τα τελευταία χρόνια∙ σ’ ευχαριστώ για την ευκαιρία, αν δεν το ξεκινούσες δεν θα το έκανα...).




Μεγαλώνοντας η ανάγκη παρέμεινε ίδια. Ίσως «εμπλουτίσθηκε» και με ένα ιδεολογικό υπόβαθρο (...) καθώς και με ένα «επιστημονικό» (εννοείται ότι η επιλογή επαγγέλματος και οι επιλογές μου στην διάρκεια των σπουδών σχετίζονταν με την ανάγκη αυτή).

Κάπως έτσι, λοιπόν, βρέθηκα τον Νοέμβριο του 2004 στον ΑΟΣ. Από τότε μέχρι σήμερα η
«ανάγκη μου» πήρε και μια άλλη διάσταση. Η επαφή με τη φύση άρχισε να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και με πρόσωπα. Πρόσωπα, που αποτελούν τώρα πια μια άλλη-παράλληλη ανάγκη. Πρόσωπα των οποίων η ανάγκη έγινε εξάρτηση. Άλλη μια εξάρτηση για μένα... Δύσκολα πια διαχωρίζεις τις ανάγκες και την πηγή της ευχαρίστησης του ταξιδιού. Μπορεί στα μέρη αυτά να νοιώθει κανείς την ανάγκη να μείνει μόνος ή να νοιώθει μόνος και ας είναι και άλλοι μαζί, αλλά παράλληλα το να μοιράζεσαι την μαγεία, το ταξίδι, το δέος, το νερό, το φαγητό, μεγαλώνει την χαρά, την ικανοποίηση, το δέσιμο με τους συνταξιδιώτες.

Μοιρασμένη χαρά διπλή χαρά, λέει σοφά η λαϊκή ρήση. Ποιος θα αμφισβητήσει, άλλωστε, ότι οι μνήμες των ταξιδιών μας κατακλύζονται από στιγμές όπου πρωταγωνιστούμε εμείς, και τα τοπία έχουν δευτερεύοντα ρόλο – είναι απλά σκηνικά; Η ίδια εκδρομή, το ίδιο μέρος, μπορεί να αφήνουν στη μνήμη μια εντελώς διαφορετική αίσθηση αν αλλάξουν τα πρόσωπα με τα οποία τα μοιράζεσαι. Αυτονόητο, θα πείτε... Είναι, όμως, τόσο ωραίο να νιώθεις ότι οι συνταξιδιώτες σου έχουν την ίδια χαρά, την ίδια τρέλα, την ίδια δίψα για το ταξίδι και δεν είσαι πια ο παράξενος τύπος που «γουστάρει» την ταλαιπωρία. Να νιώθεις ότι είσαι κάπου που σε καταλαβαίνουν, να ανήκεις κάπου... Να έχεις τους συνορειβάτες σου!

Μπορεί το χρονικό διάστημα από εκείνον το Νοέμβρη μέχρι σήμερα να είναι σχετικά μικρό, όμως οι σχέσεις που δημιουργήθηκαν (μαζί και οι εξαρτήσεις) μοιάζουν με αυτές παλιών καλών φίλων. Ο χρόνος στις «ορειβατικές» σχέσεις μετράει αλλιώς, άλλωστε...
Δεν θα μπορούσα να φανταστώ εκείνη την ημέρα, στην πρώτη συνάντηση μας στον ΑΟΣ (άγνωστοι μεταξύ αγνώστων), τι θα ακολουθούσε μετά...

_________________________________________
Άραγε, θα υπάρξει ποτέ ισορροπία μεταξύ εξαρτήσεων;
Ίσως μια μέρα....






Posted by Joypax, 20.07.06

Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006

Οι ρομπέν των αστών

γράφει η blade runner


«Είναι οι σύγχρονοι "Ρομπέν των πόλεων" της Γερμανίας: κλέβουν τα φαγητά των πλουσίων και τα χαρίζουν στους πεινασμένους φτωχούς. Φορούν λαστιχένιες μάσκες, μαύρα γυαλιά και ροζ ολόσωμες φόρμες. Εχουν ονόματα όπως "Spider Mum" και "Santa Guevara". Και θεωρούν κοινωνική τους υποχρέωση να εισβάλλουν και να λεηλατούν τα ακριβότερα εστιατόρια και καταστήματα ντελικατέσεν του Αμβούργου. Την περασμένη εβδομάδα οι "βολεμένοι" κάτοικοι του "σικ" προαστίου Αλτόνα της γερμανικής πόλης παρακολούθησαν περίπου 30 άτομα να εφορμούν σε πολυτελή υπεραγορά ντελικατέσεν και να αποχωρούν πέντε λεπτά αργότερα φορτωμένα με τρόφιμα αξίας 15.000 ευρώ. Η λεία της συμμορίας περιελάμβανε δίλιτρες μπουκάλες σαμπάνιας των 99 ευρώ εκάστη, φιλέτα γιαπωνέζικου βοδινού Kobe (108 ευρώ το κιλό), καπνιστά μπουτάκια ελαφιού, σολομό, αλλά και πολλές κούτες εκλεκτής σοκολάτας Valhrona!








Προτού φύγουν, άφησαν μια ανθοδέσμη στα χέρια κάποιας τρομοκρατημένης πωλήτριας. Ενα ιδιόχειρο σημείωμα έγραφε "Η επιβίωση σε αυτή την πόλη των εκατομμυριούχων θα ήταν αδύνατη χωρίς εμάς!" και το υπέγραφαν μεταξύ άλλων οι... κάτωθι: "Μαμά-Αράχνη", "Αγία Γκεβάρα" και "Μούλτιφλεξ". Πόζαραν μάλιστα (στα γρήγορα, προτού φθάσει η αστυνομία) για αναμνηστική φωτογραφία στην είσοδο! Αλλο σημείωμα της συμμορίας επέμενε αργότερα ότι η λεία είχε ήδη μοιραστεί στους φτωχούς του Αμβούργου -«στους εργάτες, στις καθαρίστριες και σε όσους ζουν με βασικό μισθό".








Η συμμορία ονομάζεται "Αμβούργο Δωρεάν" και είχε ξαναχτυπήσει ακριβώς πριν από έναν χρόνο, όταν 40 μέλη της εισέβαλαν στο πολυτελές εστιατόριο Sullberg, στην ακριβή συνοικία Μπλανκενέσε, έφαγαν από τα πιάτα των αποσβολωμένων πελατών και έφυγαν φορτωμένα γκουρμέ τρόφιμα, αφήνοντας πίσω τους πανό που έγραφε: "Οι ημέρες της αφθονίας σας είναι μετρημένες"».



Επιλογή κειμένου Yannis
Αφιερωμένο στον krapto