Δευτέρα, Αυγούστου 07, 2006

Ο ΤΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

του Μάνου Στεφανίδη



"Τέλος πάντων, ποτέ δεν συνήθισα τους ανθρώπους,
αλλά αυτό είναι μια άλλη μου αναπηρία "

Δ. Δημητριάδης


ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, τρομακτικές οι αλλαγές, αφανείς ή φανερές. Οι άνθρωποι διεκδικούν απελπισμένοι ό,τι η διαφήμιση της ευτυχίας τούς υπόσχεται, λίγες ανέφελες δηλαδή διακοπές, ένα ταξίδι που θα ισοφαρίσει όλα τα προηγούμενα κακά, έναν άνθρωπο που θα έχει όλες τις αρετές των lifestyle περιοδικών και καμιά, ανθρώπινη, αδυναμία, μια ευκαιρία να ξεφύγουν από την εγκλωβισμένη ζωή τους, τον παγιδευμένο τους εαυτό. Ο Αύγουστος καθίσταται έτσι ένας περιφραγμένος ιδιωτικός παράδεισος, στον οποίο ο καθένας θέλει να τρυπώσει. Εστω για λίγο. Φυγή, απόδραση, απομάκρυνση, άγονη γραμμή, κατασκευή του «εξωτικού», αντικατοπτρισμός του μακρινού ορίζοντα που παρασύρει και ελευθερώνει.

Προσωπικά, κάνω τον Αύγουστο τις σκέψεις ή τους απολογισμούς που οι άλλοι πραγματοποιούν την Πρωτοχρονιά. Αυτόν το μήνα είναι όλες μου οι επέτειοι, οι επιτυχίες και οι ήττες. Αύγουστο κλαίω τους νεκρούς μου. Αύγουστο αποφασίζω ν' αλλάξω, κι όσο πιο σοφός, δηλαδή πιο μεγάλος γίνομαι, συνειδητοποιώ ακόμη πιο βαθιά πόσο ανώφελες είναι όλες αυτές οι αλλαγές. Είμαστε οι επιθυμίες και οι αδυναμίες μας, είμαστε οι κερδισμένες στιγμές που όμως κάποτε θα πληρωθούν με το παραπάνω, είμαστε κάτι χαρακωμένοι ανάποδοι καθρέφτες, μάσκες πληγωμένες, ατελείς υποκριτές που οφείλουν, πάντως, να υποδυθούν τέλειους ρόλους. Κι οι αγάπες μας πάντα αρχίζουν και τελειώνουν τον Αύγουστο, την εποχή των ορίων που παραβιάζονται και του κρεσέντο που διεκδικεί για μια στιγμή και μόνη την ένταση της αιωνιότητας. Μισές οι χαρές, κολοβές οι λύπες, εφόσον το κακό σέρνεται υπόγειο και ανεξέλεγκτο. Κάθε φορά που τολμάς να δεις έξω απ' το καβούκι σου, το home-castle του χειμώνα, το σκάφανδρο των διακοπών το καλοκαίρι, ο τρόμος του πραγματικού σε συντρίβει.

Στις κοινωνίες των μαζικών ατομισμών η ζωή η ίδια είναι πρόβλημα μέγα, γι' αυτό και επισημοποιούνται τα λογής υποκατάστατα. Οι μοναξιές βαφτίζονται σχέσεις, οι ευκαιριακές συνευρέσεις δύο φιδιών κάτω απ' το ίδιο ξερολίθαρο οικογένειες, τα παραισθητικά παιχνίδια που δημιουργεί ο κάθετος ήλιος όταν φωτίζει έκκεντρα τα πρόσωπα έρωτες, κ.ο.κ. Μεγαλωμένοι με μελό και happy end και με πάθη τόσης διάρκειας όση χωράει ένα σίριαλ, καταθλιβόμαστε αθεράπευτα όταν βλέπουμε πόσο άσχημη είναι η ζωή όταν την ομορφιά την ψάχνεις σ' ένα ηλιοβασίλεμα, κάπου πέρα μακριά κι όχι σε όσα εσωτερικά πράγματα σού επιτρέπουν να την δικαιούσαι. Ανθρωποι σε δίπολα, σε τρίγωνα, σε ασύμπτωτες ευθείες, σε φαύλους κύκλους, υποκρίνονται πως αγαπάνε χαζεύοντας απλώς τον καθρέφτη τους, και τότε η ίδια τους η εικόνα ετοιμάζεται να τους κατασπαράξει.

Παρασκευή, Αυγούστου 04, 2006

Ιστορία τρελής φραπεδιάς


γράφει ο Γιάννης Παππάς

Η Ιστορία μας, ξεκινάει από πολύ παλιά. Βρισκόμαστε στα 1866. Ένας Ελβετός δαιμόνιος φαρμακοποιός, ο Henry Nestle, αρχίζει να πειραματίζεται προκειμένου να βρει μια τροφή για μωρά που δεν έπιναν με τίποτα μητρικό γάλα. Μετά από αρκετούς πειραματισμούς, αναμειγνύει αγελαδινό γάλα, σιτάλευρο και ζάχαρη, στη συνέχεια το μετατρέπει σε σκόνη και ονομάζει το νέο προϊόν "Farine Lactee Henri Nestle". Στα ελβετογερμανικά το όνομα "Nestle" σημαίνει "μικρή φωλιά", έτσι ο Nestle επινοεί και το γνωστό σήμα (με τα πουλάκια και τη φωλιά) που υπάρχει μέχρι σήμερα σε όλες τις συσκευασίες της Nestle.

Ο πρώτος καταναλωτής του νέου προϊόντος, είναι ένα πρόωρο βρέφος το οποίο δεν μπορούσε με τίποτα να πιει το γάλα της μάνας του, αλλά και κανένα από τα συμβατικά υποκατάστατα της εποχής. Οι γιατροί είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά, το μωρό λοιμοκτονούσε μέχρι που η συνταγή του Nestle, έδωσε τη λύση. Η αξία της Farine Lactee αναγνωρίζεται γρήγορα και το νέο προϊόν αρχίζει να πωλείται σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, με αποτέλεσμα να συμβάλλει σημαντικά στη μείωση της παιδικής θνησιμότητας λόγω κακής διατροφής. Εννοείται βέβαια ότι το 1860, ο όρος "κακή διατροφή" είχε τελείως διαφορετική έννοια, από αυτή που έχει σήμερα.

Το 1901, στο Σικάγο των ΗΠΑ ο Ιάπωνας επιστήμονας Sartori Kato σε στιγμή τρελλής έμπνευσης, εφευρίσκει το στιγμιαίο καφέ σε σκόνη. Ο εφευρέτης της καφετιέρας, ευχαρίστως θα τον πλάκωνε στο ξύλο.

Το 1905, η Nestle συγχωνεύεται με την Αγγλοελβετική Εταιρία Συμπυκνωμένου Γάλακτος. Αυτό που λέμε "εβαπορέ" δηλαδή! Μεγάλη κωλοφαρδία για τη Nestle, γιατί μετά από μερικά χρόνια αρχίζει ο Α' παγκοσμίος πόλεμος, και οι ανάγκες για προϊόντα μεγάλης διάρκειας (και κυρίως γαλακτοκομικά) αυξάνονται κατακόρυφα, με αποτέλεσμα η Nestle να διπλασιάσει τα οικονομικά της μεγέθη.

Το 1920 η Nestle επεκτείνει τις δραστηριότητές της, στον τομέα της σοκολάτας.

Μετά τη λήξη του πολέμου, ο κόσμος στρέφεται ξανά στα φρέσκα προϊόντα, με αποτέλεσμα η εταιρεία να γνωρίσει σχετική ύφεση.

Τα σύννεφα του Β' παγκοσμίου πολέμου, θα εξαναγκάσουν τη Nestle να μεταφέρει τα εργοστάσιά της από την Ευρώπη σε υπανάπτυκτες (politically incorrect word) χώρες της Λατινικής Αμερικής. Αυτό ήταν! Η γραμμή παραγωγής της Nestle, βρίσκεται σε χώρες με τεράστια παραγωγή καφέ και τεράστιο εργατικό δυναμικό που αμοίβεται ελάχιστα. Γεγονός το οποίο θα φέρει την εμπλοκή της Nestle με μεγάλη επιτυχία στην παραγωγή καφέ. H Nestle συνεργάζεται με την κυβέρνηση της Βραζιλίας (είπατε κάτι;) και τον Απρίλιο του 1938 η Nestle, λανσάρει στην αγορά ένα νέο προϊον με το εμπορικό όνομα "Nescafe", παράγωγο των λέξεων "Nestle" και "Cafe". Είναι η εφεύρεση του γιαπωνέζου που λέγαμε πριν. Ο πόλεμος θα ευνοήσει για τρίτη φορά τη Nestle. Το νέο προϊόν, θα γίνει κύριο ρόφημα του αμερικανικού στρατού, αλλά και "ζεστό καφεδάκι-σύντροφος" όλων των φαντάρων και αξιωματικών που μάχονται τις δυνάμεις του άξονα. Η Nestle γνωρίζει εν μέσω πολέμου, τεράστια εμπορική επιτυχία. Από την παραγωγή στην κατανάλωση. Δηλαδή, από τα χέρια του εξαθλιωμένου βραζιλιάνου εργάτη στο στόμα του εξαθλιωμένου αμερικανού φαντάρου.




Κι ερχόμαστε στην Ελλάαδα!

Βρισκόμαστε στο 1957. Σεπτέμβριος, στη Θεσσαλονίκη. Στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης συμμετέχει και η Nestle με περίπτερο του τότε αντιπροσώπου της στην Ελλάδα, Γιάννη Δρίτσα. Στο περίπτερο παρουσιάζεται ένα νέο προϊόν (ρόφημα με σοκολάτα για παιδιά) κάτι σαν το σημερινό Nesquick (δεν ξέρω αν και τότε λεγόταν έτσι). Το εν λόγω ρόφημα, το έφτιαχναν με κρύο γάλα μέσα σε πλαστικό σέικερ. Στο περίπτερο του Δρίτσα, εργαζόταν ως υπάλληλος ο Δημήτρης Βικόντιος ο οποίος ήταν fun του Nescafe. Σεπτέμβριος ήταν, ζέστη έκανε, λέει λοιπόν ο Βικόνδιος : "Δεν βάζω στο σέικερ του κουικάρα, πάγο, ζάχαρη, νερό και Nescafe να δούμε τί θα βγει;". Έτσι, στη Θεσσαλονίκη το 1957 δημιουργήθηκε και καταναλώθηκε ο πρώτος φραπές στην παγκόσμια ιστορία. Δεν ξέρω αν ο Δημήτρης Βικόντιος ήπιε αρκετά χαλαρά την πρώτη τρελλή φραπεδιά του. Δεν ξέρω πόσες φορές ανακάτεψε το περιεχόμενο με το καλαμάκι, ούτε ξέρω πόσα τσιγάρα κάπνισε για να τον συνοδεύσει. Αυτό που ξέρω, είναι ότι η "φραπεδιά" χάρισε στο ελληνικό θέρος "ατέλειωτη ευχαρίστηση", ταίριαξε απόλυτα στη νεοελληνική κουλτούρα και δικαίως θα έπρεπε να ονομαστεί "ελληνικός καφές". Όσο για τον υποτιθέμενο "ελληνικό", μην ξεχνάτε ότι είναι τούρκικος. "Ελληνικός" έγινε λόγω μιας διαφημιστικής ιδέας του Νίκου Δήμου προκειμένου να τον κάνει συμπαθέστερο στους Έλληνες καταναλωτές. Οι Έλληνες όμως, έχουν πια συνδέσει το ελληνικό καλοκαίρι (Απρίλιος-Νοέμβριος) με την τρελή φραπεδιά.





Η μαμά Nestle ενθουσιάζεται με την ελληνική επινόηση (τρελή πατέντα) και το δημιουργικό της κοτσάρει στο λογότυπο του Nescafe τη λέξη "frappe". Γαλλική λέξη που προέρχεται από τη μετοχή παρακειμένου του γαλλικού ρήματος "frapper" που σημαίνει "χτυπώ". Δηλαδή "χτυπημένος". Σήμερα οι Έλληνες θεωρούν τη λέξη "frappe" ελληνική και γι' αυτό την κλίνουν κανονικότατα. Ο φραπές, του φραπέ, οι φραπέδες, τα φραπόγαλα, οι φραπεδούμπες, οι φραπεδιές, ω αθάνατες τρελλές φραπεδιές! Ίσως αυτό το "φρ" στην αρχή της λέξης να κάνει πολλούς να νομίζουν ότι η λέξη είναι αρχαία ελληνική. (Φρέαρ, φρεατίς, φρενήρης,φροντίς, φρόνημα... φραπές!) Ίσως αν ο φραπές υπήρχε στην Αρχαία Αθήνα, οι φιλόσοφοι να φιλοσοφούσαν περισσότερο. Σήμερα, κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει εθνικό σύμβολο των νεοελλήνων, μαζί με το μπουζούκι και το σουβλάκι. Άλλωστε, υπάρχει και η πρόταση, να αντικατασταθεί με την εικόνα ενός φραπέ, ο λευκός σταυρός στη σημαία μας.



Το 1965, η Nestle βελτιώνει την ποιότητα του προϊόντος της, επιτυγχάνοντας μια νέα μέθοδο παρασκευής στιγμιαίου καφέ, το "ψυχρό στέγνωμα" (lyophilisation). Έτσι ο καφές παράγεται ευκολότερα, διαλύεται καλύτερα και κάνει πιο πλούσιο αφρό!

Ο εφευρέτης του φραπέ, Δημήτρης Βικόνδιος, σήμερα είναι 87 χρονών και δηλώνει πως ακόμα μετά από τόσα χρόνια δε μπορεί να συνειδητοποιήσει πως ένα απλό πείραμα τον οδήγησε στην εφεύρεση του διασημότερου αναψυκτικού στην Ελλάδα.

Ο φραπές όμως ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας. Σήμερα καταναλώνεται (σε μικρές βέβαια ποσότητες) στη Μαλαισία, την Ταϋλάνδη και σε μερικές βαλκανικές χώρες, λόγω των μεταναστών που τον έμαθαν εδώ και τον μετέφεραν στις χώρες τους.

Επίσης έδωσε στους Ιταλούς την ιδέα του freddo. Σήμερα κυκλοφορούν εκατοντάδες παραλλαγές φραπέ (βλ. freddoccino, frapuccino και λοιπά puccino) αλλά καμία δεν μπορεί να φτάσει την "ατέλειωτη" και γνήσια ευχαρίστηση μιας τρελής φραπεδιάς.

Εδώ η ιστορία του φραπέ τελειώνει. Για να γράψω όλο αυτό το κείμενο, (εν μέσω Αυγουστιάτικου ημικαύσωνα) κατανάλωσα ένα τεράστιο παγωμένο φραπέ. Πιστεύω ότι χωρίς αυτόν, μπορεί και να μην το έγραφα.

Καλές διακοπές με τρελές φραπεδιές και "ατέλειωτη ευχαρίστηση"!

Γιάννης


Υ.Γ. Το παραπάνω κείμενο αφιερούται στον φίλο μου krapto.
Email : krapto@jacta.biz

-----------------------------------

Διαβάστε σχετικά links:



  • Το αλφαβητάρι του καφέ



  • Φραπέ: Η ιστορία ενος θεσμού



  • Φραπέ: Η γαμψωνυχοπαντοφιλάρπαση γοητεία του ηδυμιγούς εθνικού μας χεύματος



  • Οι μικρές λεπτομέρειες του φραπέ



  • Φραπεδιά, το αγαπημένο σπορ των Ελλήνων



  • Η κουλτούρα του καφέ - δαιμόνιος φραπέ


  • ---------------------------------------

    Σχετικό κείμενο που έστειλε η Vasoulaaa :

    Η σωστή φραπεδιά


    Μια σωστή φραπεδιά πρέπει να έχει πάντα καλαμάκι.

    Το καλαμάκι δείχνει άνεση γιατί δε σε αναγκάζει να σκύβεις για να πιεις τον καφέ,είναι μια εφεύρεση κατά της κούρασης και της περιττής σπατάλης ενέργειας.

    Το καλαμάκι μάλιστα πρέπει να είναι σπαστό για να διευκολύνει την σωστή πόση του καφέ.

    Ακόμα το καλαμάκι είναι η μισή αρχοντιά για τη φραπεδιά καθώς σου δίνει τη δυνατότητα νa ανακατεύεις κάθε λίγο το περιεχόμενο του ποτηριού.

    Το ανακάτεμα του φραπέ είναι μέτρο χλίδας και πρέπει να γίνεται με το κεφάλι ψηλά και το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο.

    Ειδικά αν συνοδεύεται από μαύρο γυαλί και τα πόδια πάνω στις καρέκλες, το ανακάτεμα προσθέτει πολλά στο status του καθενός φραπεδοκατακτητή.

    Η πρώτη ρουφηξιά της φραπεδιάς είναι ιερή. Η όλη κίνηση όπου σπας το καλαμάκι, το βάζεις στο στόμα αργά και αισθησιακά και βλέπεις την καφέ ρευστή μάζα να ανεβαίνει και να πλησιάζει στη στοματική σου κοιλότητα, αποτελεί μια ιεροτελεστία που αξίζει όσο λίγες.

    Η τελευταία γουλιά του φραπέ είναι εξίσου σημαντική με την πρώτη.

    Αν και κάθε φορά που τελειώνουμε το φραπέ μας πρέπει να γεμίζουμε με νερό και να συνεχίζουμε, πρακτικά ο φραπές τελειώνει όταν μας πιάνει το τέταρτο
    κατούρημα από τα πολλά υγρά.

    Τότε και μόνο τότε μπορούμε να κοπανήσουμε την τελευταία ρουφηξιά κάνοντας το χαρακτηριστικό ήχο ικανοποίησης ρουφώντας ταυτόχρονα καφέ και αέρα, με το γνωστό και αηδιαστικό για τους υπόλοιπους - απολαυστικό για εμάς "σλουρπ".

    Αυτό ΕΙΝΑΙ ηδονή!

    Η σωστή η φραπεδιά πρέπει απαραίτητα να περιέχει παγάκια. Τα παγάκια, πέρα από τη δροσιά που παρέχουν, κάνουν το ανακάτεμα περισσότερο ζωντανό και δυνατό.
    Και μην αναφέρουμε πάλι τα περί σημασίας ανακατέματος..

    Ο φραπές πρέπει να είναι πάντα γλυκός. Αυτό είναι αναντίρρητο αξίωμα και όποιος διαφωνεί σε αυτό, τον παίρνει.

    Αν θέλει κάποιος να πιει μέτριο ή πικρό καφέ να πιει ελληνικό. Δε θα ανεχτώ από κανέναν να καταστρέφει το image του απόλυτου μη αλκοολούχου ροφήματος.

    Αυτό επιστημονικά δίνεται από την ηρεμία και τη γαλήνη που παρέχει η γλυκόζη στον ανθρώπινο οργανισμό.

    Γιατί όταν πίνεις καφέ πρέπει να είσαι αραχτός και άνετος. Έχετε δει εσείς ποτέ το Βέγγο να πίνει φραπέ; Εγώ όσο θυμάμαι τις ταινίες του, τάραζε τους ελληνικούς!

    Το ιδανικό χρώμα της φραπεδιάς είναι το καφέ (μα τι άλλο θα μπορούσε να ήτανε).

    Προσοχή όμως! Το καφέ το ανοιχτό, το οποίο είναι το ίδιο καφέ με το σκατουλί
    όταν έχουμε φάει μουσακά (το έχω ψάξει το θέμα σε πολλά πειραματόζωα).
    Οποιαδήποτε άλλη απόχρωση κρίνεται κατακριτέα.

    Επίσης επιβάλλεται να πίνεται σε ψηλό, λεπτό και κυλινδρικό ποτήρι.

    Για να κατανοήσει κανείς τη σημασία του φραπέ πρέπει να είναι άνω των 20 ετών, ώστε να έχει αρκετές εμπειρίες και να είναι αρκετά ώριμος να αντιμετωπίσει ένα τόσο σημαντικό θέμα.

    Ο άνθρωπος που πίνει φραπέ είναι απελευθερωμένος από τα διάφορα ταμπού, δε μασάει μία, αντιμιλάει στο αφεντικό του(σε πολλές περιπτώσεις δεν έχει καν αφεντικό), έχει αποβάλλει κακές συνήθειες τύπου 9-5, είναι άτομο γενικώς.

    Αν ο φραπέ-lover είναι φοιτητής τότε είναι σίγουρα ο τύπος με τη reserve θέση στο κυλικείο της σχολής του και με τη νοικιασμένη σε τρίτους (μιας και δεν τη χρησιμοποιεί ποτέ) θέση του στο αμφιθέατρο.

    Τρίτη, Αυγούστου 01, 2006

    Η ύλη της νοσταλγίας

    γράφει ο Νίκος Γ. Ξυδάκης

    Τυλιγμένοι νησιά και ανέμους, σωματικά, φαντασιακά, διασχίζουμε το καλοκαίρι. Βαριά, ανήσυχα, με τα κλιματιστικά να γουργουρίζουν στο άστυ, τα παιδιά να ιδροκοπάνε στις αλάνες και στα φλερτ του καλοκαιριού (όλα συμβαίνουν εκείνο το Μακρύ Καλοκαίρι), τους μεσήλικες να ανταμώνουν ύστερα από τρεις δεκαετίες και να ζυγίζουν απώλειες και μπάκες, το μελτέμι να σκορπάει τα κυνικά καύματα του Ιουλίου και να μας βάζει στον αγγελοκρουσμένο Αύγουστο.





    Νιώθω τα πάντα να γυρνάνε στο Αρχιπέλαγος. Ολα εκεί επιστρέφουν και υπερίπτανται, στριφογυρνούν σε ύπνους ανονείρευτους, η νοσταλγία τα στοιχειώνει. Τι νοσταλγούμε; Δεν ξέρω το παρελθόν και τα φαντάσματα των διπλανών μου· ωστόσο τα νιώθω να ριγούν. Η νοσταλγία νιώθεται, κατασκευάζεται, σαρκώνει την ύλη της.

    Ακούω αυτή την ύλη: Κλειστές πλατείες σαν σκηνές θεάτρου, από τις μπούκες τους ξεπροβάλλουν οι έφηβοι προς τον κόσμο· βουτιές ολημερίς, πετσί αργασμένο λουστρίνι, πάνινα παπούτσια· μεταβατικό απομεσήμερο, αφόρητα γλυκό το απόγευμα, αφόρητα μαβί το δειλινό, απλωμένοι στο λιμάνι κάτω από φωτάκια, διασταυρώσεις βλεμμάτων στο quai, άνθρωποι, βλέμματα, αγγίγματα, μυρωδιές μαλλιών, φρέσκα πουκαμισάκια, χνάρια λευκής σάρκας, εκεί που δεν χαϊδεύει ο ήλιος, αγόρια, κορίτσια, ραγισμένα μπλουζ από βραχνά μαγνητόφωνα. Ανθρωποι, άνθρωποι, βλέμματα, εικόνες που έχουν εξαχνωθεί και τώρα ευωδιάζουν απατηλά. Η ύλη της νοσταλγίας.

    Μεταίχμιο της ύλης, πέρασμα από το χυμώδες μονοκόκαλο Παλαιό στο πολυσθενές ασπόνδυλο Σήμερα: η πρωτεϊκή εικόνα του Πιραντέλο, στην παραλία της Σικελίας, όπως την απέδωσαν κινηματογραφικά οι Ταβιάνι στο «Χάος». Η mare nostrum περιμένει, προσκαλεί· οι άνθρωποι φτάνουν ασθμαίνοντες στην ακρογιαλιά· χύνονται στην τελετή του αλμυρού νερού. Τελετή.

    Ιδια τελετή δείχνει ο Αβδελιώδης στο θεμελιώδες «Δέντρο που πληγώναμε». Βλέπω ανάμεσά τους τον Χιώτη-Συριανό-Ρουμάνο-Πειραιώτη παππού μου, βλέπω το πάμφωτο Νησί, μια όχεντρα στη δράφη, σκιάδια και τραγιάσκες, ανασηκωμένα πουκάμισα και ντρίλια. Αποϊδρώνουν στην άκρη, η θάλασσα βαθιά, ψυχρή, ανατριχιάζει, προσκαλεί· η άμμος ρύζι. Οι παραγκαιριές τρεμίζουν σταχτιές. Ενα νεύμα. Ορμούν στο αλμυρό νερό, στην τελετή.

    Υλη της νοσταλγίας: ό,τι θυμόμαστε, ό,τι ζήσαμε, ό,τι νομίζουμε πως θυμόμαστε, ό,τι έχουμε ανάγκη, τόσο που να το ζούμε ξανά και ξανά. Ενα συνεχές. Κατασκευή; Αδιάφορο.





    Να, κάπως έτσι, ψαύουμε το καταγωγικό μας ίχνος στο Αρχιπέλαγος, σε μια υγρή μήτρα, ψυχρό και αλμυρό νερό, ξερολιθιές, απέραντος ουρανός απάνω και παντού, μελτέμια, γλαυκές σιλουέτες τα νησιά τριγύρω, όλα τα νησιά μόνα κι όλα μαζί. Ολοι καταγόμαστε από το Αρχιπέλαγος, είτε γιατί εκεί γεννηθήκαμε είτε γιατί εκεί μεγαλώσαμε είτε γιατί εκεί νιώσαμε τον εαυτό μας ενήλικο, ερωτευμένο, λεύτερο, μονάχο. Στο Αρχιπέλαγος νιώσαμε την ύλη μας και το μέτρο της, τη δίψα της σάρκας και το πέρας της· στα νησιά αντιληφθήκαμε την αναλογία μικρού-μεγάλου, μακρινού-κοντινού, εφήμερου-αιώνιου· στα γυμνά νησιά αναρωτηθήκαμε «γιατί οι άνθρωποι διαλέγουν να ζουν εδώ;», κι ήμασταν γυμνοί σε μια πάλλευκη παραλία. Σε αυτόν τον θάλαμο καταγωγής, επινοημένο ίσως αλλά τόσο ζωντανό, νιώσαμε την έκπληξη της ύπαρξης και σπαρτάρισε το δέρμα όταν μας πρόλαβε άυπνους η αυγή, σε ερωτικό παραδομό. Μια τέτοια νύχτα στα νησιά, με πεφταστέρια, σφραγίζει το σώμα για πάντα. Γίνεται καταγωγή. Αυτή τη νύχτα νοσταλγούμε πάντα.

    Τούτο το παραχωμένο θάμβος φανερώνεται όλο και πιο αραιά, καθώς τα χρόνια κάθονται πάνω μας σαν σκόνη· μια αναλαμπή, νύχτες με Περσείδες, νύχτες όπου η βουή του τουρισμού αποσύρεται προσώρας και αφήνει να χυθεί ορμητική η ανάμνηση μέσα στους καλαμιώνες. Μία στιγμή καλότυχη, από Ιούλιο έως Σεπτέμβριο, έρχεται σαν ρεύμα και ταράζει τα μουδιασμένα σώματα. Στη μαλακωσιά μιας ρύμης, αντίκρυ σε αμπέλια και ελιές, με πλάκες φρεσκοασβεστωμένες, το λευκό τους να φεγγίζει στο σούρουπο, μια ρύμη που σου φανερώνει τη Διαμονή. Στο ετοιματζίδικο μπαλκόνι ενός ρουμ, με τις λεμονιές ολόγυρα, και την πόλη απέναντι. Στη θαλασσινή αυλή ολονυχτίς, ανάμεσα στο εγκόσμιο και το θείο, από τη μια το διαρκές βεγγαλικό και από την άλλη ο μεταφυσικός πολυέλαιος, από τη μια το σώμα κι από την άλλη ο φόβος του.

    Μια αναλαμπή, ο διακαμός του σαρκίου μας, ιδού: το Αρχιπέλαγος της καταγωγής μας. Η ύλη της νοσταλγίας.






    All photos by Yannis Pappas