
γράφει η Σταυρούλα
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια μεγάλη πόλη που την έλεγαν Φρανκφούρτη, ένας σπουδαίος, φημισμένος μουσικός, ο Φώτης.
Ο Φώτης είχε δυο φωτεινά, γαλάζια μάτια και μακριά, φουντωτά μαλλιά. Έπαιζε φλογέρα, φλάουτο, φυσαρμόνικα και φαγκότο στη φιλαρμονική και στη συμφωνική ορχήστρα της πόλης. Ο Φώτης δεν είχε πολλούς φίλους, ζούσε με το σκύλο του το Φιλοκτήτη και του άρεσε να διαβάζει βιβλία Φυσικής και Αστρονομίας.
Αγαπούσε πολύ τη μουσική αλλά είχε από παιδί ένα κρυφό όνειρο. Ονειρευόταν να γίνει φαροφύλακας. Θα φρόντιζε το φάρο, θα φορούσε φαρδιά, φανελένια, καρό πουκάμισα και θα τραγουδούσε με τη βραχνή φωνή του στο φεγγάρι και στον αφρό των κυμάτων. Στην αυλή του φάρου σκόπευε να φυτέψει εφτά φραγκοσυκιές, πολύχρωμες τριανταφυλλιές και τρυφερές φραουλιές. Κάθε μέρα θα άναβε φωτιά και θα μαγείρευε ρύζι με φακιές, φασόλια φούρνου και ροφό στα κάρβουνα. Ο αέρας στο φάρο θα φυσούσε μανιασμένος απ'το πρωί ως το βράδυ, τ'αστέρια θα φώτιζαν τις νύχτες του και η θάλασσα θα του χάριζε τα δροσερά φιλιά της.
Ο Φώτης όμως φοβόταν ότι δε θα έβρισκε ποτέ το Φάρο του. Οι άνθρωποι του έριχναν φαρμακερές ματιές κάθε φορά που τολμούσε να τους μιλήσει για τ'όνειρό του και του έλεγαν ότι πρέπει να σοβαρευτεί και να ξεχάσει τις παιδικές φαντασίες. Ο μόνος που τον καταλάβαινε ήταν ο σκύλος του ο Φιλοκτήτης που τον κοιτούσε με τα λαμπερά, καφετιά του μάτια και του γαύγιζε φιλικά. Τα χρόνια περνούσαν, η παιδική φαντασία του Φώτη βούλιαζε στη λήθη και μέρα με τη μέρα η έμπνευσή του στέρευε. Στα τριανταεφτά του χρόνια οι μουσικές φωνές στο μυαλό του είχαν πια σταματήσει, ενώ το όνειρο για το Φάρο του είχε οριστικά ξεχαστεί. Ο Φώτης είχε βυθιστεί στη σκιά της μιζέριας.
Στα τέλη του Φεβρουαρίου ο Φώτης σκέφτηκε ότι έπρεπε να φύγει από την παλιά του ζωή και γι'αυτό ξεκίνησε για ένα ταξίδι στα Σκανδιναβικά φιορδ. Στις παγωμένες θάλασσες του Βορρά ο Φώτης φόρεσε φαρδιά, φανελένια, καρό πουκάμισα, δοκίμασε φασόλια φούρνου, τραγούδισε στο φεγγάρι της νύχτας που κράτησε για πολλούς μήνες, κι όταν φώτισε επιτέλους ο ανοιξιάτικος ήλιος, φούντωσε στην καρδιά του η φλόγα της ελπίδας και ήχησε στο μυαλό του η μελωδία της ναρκωμένης φαντασίας.
Σ'ένα μακρινό ακρωτήρι, πίσω από αφιλόξενα βουνά, ο Φώτης ανακάλυψε το Φάρο των ονείρων του. Ο Φάρος του Φώτη σκόρπιζε ένα απαλό, λευκό φως και φώτιζε τα νερά του ακρωτηρίου, όπου κολυμπούσαν φώκιες, δελφίνια και θαλάσσιοι ελέφαντες. Ο Φιλοκτήτης κυνηγούσε τα κύματα και οι αριστουργηματικές μουσικές του Φώτη εξιστορούσαν τις πρωϊνές, γλυκές φράουλες και τα φραγκόσυκα, τις φωτισμένες νύχτες και τ'αφρισμένα, θαλασσινά φιλιά. Ο Φώτης έζησε ευτυχισμένος στο Φάρο ως τα βαθιά του γεράματα, ενώ η φανταστική του ιστορία ταξίδεψε με νότες μέχρι τα πέρατα του κόσμου!
1 σχόλιο:
Πολυ ωραία ιστορία, που στο μυαλό σου έρχονται ομορφες εικόνες.
Δημοσίευση σχολίου