Πέμπτη, Ιουνίου 01, 2006

Ανάβαση στο Γράμμο

γράφει η Σταυρούλα


Δεν έχω ακόμη ανοίξει το σακίδιο. Τα πράγματά μου παραμένουν πακτωμένα και τα παπούτσια μου ξεχασμένα μέσα σε πλαστική σακούλα να κάνουν παρέα στο σκονισμένο Φωτεινούλη. Ο χθεσινοβραδινός ύπνος σε κρεβάτι μου φάνηκε σπουδαία πολυτέλεια, γι’αυτό και κοιμήθηκα σαν πουλάκι δώδεκα ολόκληρες ώρες. Κατά τα άλλα, η ηλιοκαμένη επιδερμίδα, μία εκτεταμένη μελανιά στο δεξί πόδι κι ένα διάχυτο, ελαφρύ πιάσιμο σε όλες τις μυϊκές ομάδες αποτελούν τις μόνες χειροπιαστές επιπτώσεις του ταξιδιού.




Τώρα που ξέρω δύο είναι νομίζω οι περιπτώσεις να ξεκινήσει κανείς για μια ανάβαση στο Γράμμο. Περίπτωση πρώτη: να είναι συνειδητοποιημένος, προετοιμασμένος και σαφώς αποφασισμένος. Περίπτωση δεύτερη: να βρίσκεται σε σχετική άγνοια και να είναι ενθουσιασμένος. Και βέβαια θα έλεγα ότι η δεύτερη περίπτωση υπερέχει σημαντικά, αφού καθιστά το ταξίδι περιπέτεια με στοιχεία αναζήτησης, αγωνίας και ανακάλυψης. Η δική μας περιπέτεια υπήρξε συναρπαστική.

Το βουνό είναι ξεχωριστό. Επιβλητικό, με πολλές κορυφές, και κυρίως απομονωμένο, στη γραμμή των συνόρων, χωρίς καμία σχεδόν ανθρώπινη παρέμβαση, πολύ μακριά από αυτό που έχουμε συνηθίσει να λέμε πολιτισμό. Πυκνό, ζωντανό δάσος με ελάφια, ζαρκάδια και λαγούς, που τα είδαμε, αλλά και αρκούδες, λύκους κι αγριογούρουνα, που δεν τα είδαμε αλλά αισθανθήκαμε σίγουρα την παρουσία τους γύρω μας. Χωριά με τσίγκινες στέγες στα σπίτια, πετρόχτιστα σχολεία, χωματόδρομους της κακιάς ώρας και την εγκατάλειψη να κυριαρχεί. Πέρα όμως από όλα αυτά την παράσταση για μένα έκλεψε η αλπική λίμνη Γκιστόβα στα 2350 μέτρα του Γράμμου.



Η Γκιστόβα, όπως μαρτυρά και το όνομά της βρίσκεται σε αλβανικό έδαφος κι αποτέλεσε εκτός από την κορυφή τον κυριότερο ίσως στόχο ολόκληρου του ταξιδιού. Την ανακαλύψαμε μετά από μία τετράωρη ανάβαση κάτω από τον καυτό ήλιο και με πολύ βαριά σακίδια. Περιτριγυρισμένη από τεράστιες χιονούρες, απρόσιτη, με μία άγρια ομορφιά, μου φάνηκε η πιο υπέροχη από τις τρεις δρακόλιμνες. Τη χαζέψαμε για πολλές ώρες, είδαμε τους τρίτωνες, αλλά και κάτι μεγάλα, αηδιαστικά βατράχια. Δίπλα στη λίμνη στήσαμε και τις σκηνές μας. Αναγκαστήκαμε ακόμα και να πιούμε από το νερό της, είχε μια περίεργη, πικρή επίγευση. Κορυφαία ωστόσο ήταν αναμφισβήτητα η στιγμή της βουτιάς! Βουτιά στη Γκιστόβα, σε υψόμετρο 2350 μέτρων, την 28η Μαΐου του 2006! Τα πιο κρύα νερά που έχω συναντήσει!


Περπατήσαμε πάνω στην κορυφογραμμή για να φτάσουμε μέχρι την κορυφή. Ο καιρός ήταν ιδανικός και η θέα μοναδική. Απ’τη μια πλευρά η Ελλάδα και απ’την άλλη η Αλβανία, ο χιονισμένος Σμόλικας, η Γκαμήλα, η Αστράκα, πιο μακριά το Περιστέρι, τα Τζουμέρκα, αλλά και μια υποψία των κορυφών του Ολύμπου. Ήταν αυτή η θέα που άξιζε τις δώδεκα ώρες και τα εξακόσια χιλιόμετρα ταξιδιού από την Αθήνα, τις έξι ώρες ανάβασης, τη σκόνη, τον ήλιο, τον παγωμένο νυχτερινό αέρα, το βάρος του σακιδίου, την κούραση, τη νύστα και τις πέτρες κάτω από το υπόστρωμα. Άξιζε τις τέσσερις ημέρες που της αφιερώσαμε, όλα εκείνα που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει αλλά τελικά δεν κάναμε, όλα αυτά που αφήσαμε πίσω μας για χάρη της.



Posted by Stavroula, 31.05.06

Φωτογραφίες, Βαγγέλης Ριζόπουλος

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Α ρε Σταυρούλα, ήταν όχι τόσο μια επίπονη ανάβαση αλλά μια περιπέτεια που διήρκησε 4 μέρες! Οσο για τις λεπτομέρειες θα τις αδικήσουμε στην περιγραφή. Ηταν πόλυ ωραία. Ξαναπήγαινα και πολύ σύντομα, (ξέρω πως θα διαφωνήσετε και με το δίκιο σας).Χαιρετίσματα σε όλα τα, παραπάνω από φιλαράκια, της G9!
ΥΓ:ΓΚΑΙΤΕ said:
"Περιγράφω αυτό που έζησα, τίποτα δεν έζησα όπως το περιγράφω"

Ανώνυμος είπε...


"Τα θεμέλιά μου στα βουνά

και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους

και πάνω τους η μνήμη καίει

άκαυτη βάτος.

Μνήμη του λαού που σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.

Ταράζεται ο καιρός

κι απ' τα πόδια τις μέρες κρεμάζει

αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.

Ποιοί, πως, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;

Ποιές, ποιών, πόσων οι στρατιές;

Τ' ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν

μακριά.

Μνήμη του λαού που σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.

Εσύ μόνη απ' την φτέρνα τον άνδρα γνωρίζεις

Εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς.

Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις

κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις

πασχαλιάν αναστάσιμη!

Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!

Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!

Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.

Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς

για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.

Όμως τι τα βουνά; Ποιός και τι στα βουνά;

Τα θεμέλιά μου στα βουνά

και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους

και πάνω τους η μνήμη καίει

άκαυτη βάτος! "


Οδυσσέας Ελύτης
από το "Άξιον Εστί"


Εξαιρετικά αφιερωμένο, στο Χρήστο

Ανώνυμος είπε...

Σε ευχαριστώ ρε Γιάννη, είναι πολύ χαρακτηριστικό όλο το κομμάτι και ειδικά το... "Εσύ μόνη απ' την φτέρνα τον άνδρα γνωρίζεις"...περιγραφικός ο Ελύτης, όχι σαν τον άλλον τον Καββαδία που έχει μαλλιάσει η γλώσσα... καταλαβαίνετε τι θέλω να πω...