Δευτέρα, Ιουνίου 26, 2006

Σκάκι





γράφει η Σταυρούλα


Ησυχία και ομίχλη. Οι προετοιμασίες είχαν ολοκληρωθεί, ο λευκός και ο μαύρος στρατός βρίσκονταν παραταγμένοι κι αμετακίνητοι στις γραμμές τους. Ο χρόνος διασταλμένος και η μάχη θα ξεκινούσε από λεπτό σε λεπτό. Ο ξύλινος στρατιώτης με τη μαύρη στολή, σκυμμένος πίσω από την ασπίδα, κρατούσε σφιχτά με το ιδρωμένο αριστερό του χέρι το βαρύ ξίφος. Με το ένα γκρίζο και το άλλο γαλανό του μάτι προσπαθούσε να διακρίνει τον εχθρό.


Τη στιγμή μηδέν, ο αστραφτερός καθρέφτης της αναμονής έσπασε και τα κομμάτια του σκορπίστηκαν παντού στον αέρα. Οι λευκοί ορμούσαν με ιαχές πολέμου ενάντια στους μαύρους. Τα σπαθιά συγκρούστηκαν και οι μεταλλικοί τους ήχοι μπερδεύτηκαν με τις κραυγές του φόβου και της απόγνωσης. Οι μαύροι αξιωματικοί διέσχιζαν τρέχοντας σαν τρελοί την τετράγωνη σκακιέρα, παρασύροντας στο πέρασμά τους τους ανυπεράσπιστους λευκούς στρατιώτες. Ένας υπερήφανος, κατάλευκος ίππος προσγειώθηκε αφηνιασμένος δίπλα στο στρατιώτη με το γκρίζο μάτι. Πριν όμως προλάβει να εξαπολύσει την τελική του επίθεση, το γαλανό μάτι του στρατιώτη πρόλαβε να διακρίνει τη μαύρη σκιά της σκοτεινής του βασίλισσας και την παγωμένη λεπίδα του ξίφους της να χάνεται στην ασημένια χαίτη.


Στο μεταξύ πυρά από τους λευκούς πύργους κατατρόπωναν ολόκληρο το ανατολικό τάγμα των μαύρων. Ο παραλογισμός της μάχης είχε αλλοιώσει τις διαστάσεις του χώρου και του χρόνου. Τα μαύρα και τα άσπρα τετράγωνα της ξύλινης σκακιέρας φαίνονταν να μη σταματούν πουθενά, ενώ οι αμείλικτες εναλλαγές στο χρονόμετρο ακολουθούσαν βασανιστικό ρυθμό. Ο στρατιώτης με το γκρίζο μάτι χτυπούσε έναν λευκό με μανία, όταν στο κεντρικό μαύρο τετράγωνο σωριάστηκε με πάταγο η φοβερή λευκή βασίλισσα. Η αρμονική αντίθεση του λευκού και μαύρου κόσμου κηλιδώθηκε βίαια από έναν κόκκινο, ρευστό στρόβιλο. Λευκές και μαύρες πανοπλίες, λευκά και μαύρα τετράγωνα βάφτηκαν στο κόκκινο αίμα της λευκής βασίλισσας, που έτρεχε αστείρευτο και πλημμύριζε τα πάντα.


Οι λευκές και οι μαύρες στρατιές δύσκολα ξεχώριζαν πια. Έμοιαζαν και οι δύο κόκκινες. Ξύλινα κορμιά έπεφταν άψυχα. Κι ενώ η μάχη συνεχιζόταν μέχρι τελικής πτώσης ο στρατιώτης με το γαλανό του μάτι προσπαθούσε να θυμηθεί γιατί πολεμούσε. Δεν τα κατάφερνε όμως. Οι φωνές γύρω του απομακρύνονταν, οι φιγούρες θόλωναν και χάνονταν στην ομίχλη. Δεν ήξερε γιατί πολεμούσε. Άφησε το σπαθί του να πέσει. Κάτω από τη μαύρη πανοπλία ένοιωθε το ξύλινο σώμα να αποκτά φλέβες και νεύρα και να μεταμορφώνεται. Στα πίσω τετράγωνα, πίσω από το οχυρό στεκόταν ο μαύρος βασιλιάς, επιβλητικός και μόνος. Παρατηρούσε με πρωτοφανή απάθεια τη σφαγή. Έβλεπε μόνο τη νίκη.


Ο στρατιώτης με το γκρίζο και το γαλανό του μάτι γύρισε την πλάτη στον εχθρό. Οι επιθέσεις τους δεν τον άγγιζαν πια. Περπάτησε ήρεμα πάνω στα ξύλινα τετράγωνα. Κοίταξε τον ουρανό πίσω από την ομίχλη και είδε με το γαλανό του μάτι τις νιφάδες. Έπεφτε χιόνι, λευκό χιόνι, χιόνι που σκέπαζε την κόκκινη σκακιέρα. Ο στρατιώτης έγινε άνθρωπος και κατέβηκε οριστικά από το σκάκι.



Posted by Esta, 26.06.06

22 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

"Ο στρατιώτης έγινε άνθρωπος και κατέβηκε οριστικά από το σκάκι".
Αφού έξυσε λίγο το κεφάλι του και απομάκρυνε ένα λεκέ από αίμα που είχε κολήσει στα μαλλιά του, ένοιωσε για πρώτη φορά την πείνα. Άρχισε να περπατά γρήγορα, με το μυαλό του να παίρνει χιλιάδες στροφές και να τον βομβαρδίζει με την επιθυμία της γεύσης που το κουρασμένο του σώμα ήθελε να γευτεί. Αλμυρό, λιπαρό, αίμα(?), δεν ήταν σίγουρος τί ήθελε να φάει. Η πείνα του τώρα ούρλιαζε! Ένοιωθε θυμό και οργή που δεν έβρισκε κάτι να φάει ΤΩΡΑ!!!
Γι' αυτό σταμάτησε, πήρε μια βαθιά ανάσα και συστημάτικά, σχεδόν μηχανικά και υπνωτισμένα, σκότωσε όσα ζώα βρήκε μπροστά του για να φάει και να ντυθεί, αποξήρανε λίμνες για να βάλει τα χωράφια του, λέρωσε με τα σκατά του άπειρα ποτάμια και με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, κατάφερε να εξωθήσει ένα τρομακτικό αριθμό ζώων και φυτών σε θλιβερές συνθήκες ζωής και θανάτου.
Μόλις λοιπόν η διαδικασία αυτή της καταστροφής και του θανάτου βρήκε τον καθημερινό της ρυθμό, ο Άνθρωπος έτριψε την χορτάτη του κοιλιά και σκέφτηκε:
"Ευτυχώς γύρισα την πλάτη μου στο θάνατο. Ο πόλεμος είναι τόσο βάρβαρο πράγμα".
Ύστερα έγειρε λίγο στο πλάι και άφησε μια πορδή.

Ανώνυμος είπε...

"Ύστερα έγειρε λίγο στο πλάι και άφησε μια πορδή."
Αφού κάλυψε τις -τόσο βασανιστικές- βιοτικές του ανάγκες κι έγινε άνθρωπος, τέντωσε νωχελικά το χορτασμένο του κορμί πάνω στον τεράστιο καναπέ κι άρχισε να νοιώθει όλες αυτές τις δευτερεύουσες ανάγκες που θα τον έκαναν πραγματικά άνθρωπο. Έτσι επινόησε την "τέχνη". Τα σκυλάδικα, τα reality, τις σαπουνόπερες, το night clubbing, τα gourmet, τα πρωινάδικα, τη μόδα, την πολυτέλεια και τις κοσμικές συγκεντρώσεις. Έμαθε να ζει μέσα στη χλιδή.

Μια μέρα, εκεί που καθόταν στον τεράστιο καναπέ του κάτω από το κλιματιστικό κι έκανε ακατάπαυστα zapping στην τεράστια LCD οθόνη του, τρώγοντας τα αγαπημένα του Mc Νuggets, ήρθε μια εικόνα από το παρελθόν για να διαταράξει την γαλήνη του. Θυμήθηκε τη φοβερή σκηνή της τελευταίας του μάχης, τότε που ήταν ακόμα μαύρος στρατιώτης και πολεμούσε.
Θυμήθηκε το αίμα της λευκής βασίλισσας, που έτρεχε αστείρευτο και πλυμμύριζε τα πάντα. Θυμήθηκε τη φοβερή στιγμή, που είχε ξεχάσει τους λόγους για τους οποίους πολεμούσε. Είχαν περάσει χρόνια από τότε, κι όμως του φαινόταν σα να ήταν χθες.

Πήρε την Coca cola του και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά. Τώρα πια του φαινόντουσαν όλα, τόσο μάταια αλλά και ξεκάθαρα. "Ευτυχώς γύρισα την πλάτη μου στο θάνατο. Ο πόλεμος είναι τόσο βάρβαρο πράγμα". Ξανασκέφτηκε. Συνειδητοποιώντας τη ματαιότητα εκείνης της μάχης, χαμογέλασε σαρδόνια .Αφού έξυσε άλλη μια φορά τη μεγάλη του κοιλιά προσπάθησε να σηκωθεί από τον καναπέ για να πάει επιτέλους στην τουαλέτα. Σηκώθηκε κι ένιωσε κάτι σα βουητό κι έναν οξύ πόνο στο στήθος. Η ανάσα του έγινε βαριά κι άρχισε να ζαλίζεται. Παραπάτησε, και στην προσπάθεια του να παραμείνει όρθιος, έκανε μερικά αδέξια βήματα προς τα πίσω και σωριάστηκε ανάσκελα, ακριβώς μπροστά από την 50ιντση τηλεόραση. Η ανάσα του τώρα είχε γίνει γρήγορη, ρυθμική κι επώδυνη. Ένα ρίγος τον διαπέρασε. Τώρα ο ψυχρός αέρας του κλιματιστικού έπεφτε ακριβώς επάνω του, κι όμως συνέχισε να ιδρώνει.

Μέσα στη ζάλη του, έβλεπε ακανόνιστα σχήματα να κινούνται στην τεράστια οθόνη από πάνω του, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει το νόημα τους. Δεν μπορούσε καν να κουνηθεί, στο μυαλό του όμως εναλλάσονταν διαρκώς εικόνες από εκείνη τη μάχη. Ξαφνικά οι εικόνες σταμάτησαν να εναλλάσονται, και το μυαλό του κόλλησε σε μία. Θυμήθηκε το γαλήνιο βλέμμα της τραυματισμένης λευκής βασίλισσας, προτού κλείσει τα μάτια της. Ήταν η πρώτη φορά που του πέρασε από το μυαλό η ιδέα ότι ίσως δεν έπρεπε τότε να εγκαταλείψει εκείνη τη μάχη. Ξανασκέφτηκε τη λευκή βασίλισσα. Θα ήθελε να είναι κοντά της. Σκέφτηκε τα μάτια της. Έκλεισαν και τα δικά του...

Ανώνυμος είπε...

"Σκέφτηκε τα μάτια της. Έκλεισαν και τα δικά του..."
'Καλά ρε Δία, πολύ απείθαρχους τους έχεις τους ανθρώπους' είπε ο Χριστός. 'Γιατί περίμενες τόση ώρα μέχρι να το λειώσεις το σκουπίδι? Έπρεπε να τον λειώσεις μια και καλή στη σκακιέρα, όταν του ήρθε η όρεξη για βολτούλα του μαλάκα. Δεν μου λές, πού έχεις τους αναπληρωματικούς?'
Ο Δίας κοίταξε το Χριστό ενόσω σκούπιζε τον αντίχειρά του από τον λεκέ που άφησε πάνω του η ψυχή του θνητού. 'Στο κουτάκι με τις αγέννητες ψυχές, στο ράφι με τις παράλληλες πραγματικότητες. Ρε, δεν το αφήνουμε αυτό το σκάκι με τους ζωντανούς και να πιάσουμε αυτό με τα ξύλινα πιονάκια που ανακάλυψαν οι άνθρωποι, που δυο ώρες (θεϊκές = καμμιά 30αριά αιώνες) τώρα πιο πολύ πιόνια κυνηγάμε, παρά σκάκι απολαμβάνουμε)'.
'Κόφτες μαλακίες Δία, το σκάκι εκείνο θέλει σκέψη. Αυτό παίζεται από μόνο του! Πού είναι οι κοκα κόλες?'

Ανώνυμος είπε...

-"Αυτό παίζεται από μόνο του! Πού είναι οι κοκα κόλες;"
-"Τις έχω αφήσει στο Στεφάνι στα 2.900 για να παραμείνουν δροσερές" απάντησε ο Δίας χαμογελώντας, και συνέχισε: "Φαντάσου, Ιούλιο μήνα κι έχει ακόμα 4 βαθμούς δροσιά!" και με μια κίνηση του χεριού του εμφανίστηκαν στο τραπεζάκι μπροστά τους, δύο παγωμένες -από το Στεφάνι- κόκα κόλες.
-"Αυτό το καλοκαίρι μου την ψιλοδίνει στα νεύρα ρε συ Δία. Δεν την αντέχω άλλο αυτή τη θερινή ανία. Μήπως να κάνουμε κανά παρτάκι να σπάσουμε πλάκα, σαν και αυτά που κάναμε παλιά;"
Ο Δίας, ανοίγει το κουτάκι με την κόκα κόλα, και πίνει μια τεράστια γουλιά, την καταπίνει απότομα και ρίχνει ένα απίστευτο ρέψιμο, το οποίο προκαλεί σε πραγματικό χρόνο 6,4 ρίχτερ (ευτυχώς, με υλικές ζημιές μόνο) στο ρήγμα της Taiwan και μια τρελή κατολίσθηση στο Χοκάιντο της Ιαπωνίας.
-"Χριστέ μου" απαντάει ο Δίας, "συμφωνώ μαζί σου. Έχω ξενερώσει τρελά φέτος. Γουστάρεις να στήσουμε κανά τρελό σκηνικό τύπου "Κατρίνα" να σπάσουμε πλάκα;"
Ο Χριστός, μπεγλερίζοντας τις μπούκλες του απαντάει με το γνωστό βαριεστημένο του ύφος:
"Εχω βαρεθεί ρε Δία. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Σεισμοί, τυφώνες, τσουνάμια, πλημμύρες, καύσωνες και παπαριές. Πρέπει κάτι να κάνουμε. Πρέπει να βρούμε κάτι καινούργιο. Κάτι εντυπωσιακό, που και δεν θα το βαρεθούμε εύκολα, και θα αρέσει και στα άλλα παιδιά όταν κάνουμε το πάρτυ".

Ανώνυμος είπε...

"Κάτι εντυπωσιακό, που και δεν θα το βαρεθούμε εύκολα, και θα αρέσει και στα άλλα παιδιά όταν κάνουμε το πάρτυ".
"To βρήκα!" είπε ο Χριστός και σταμάτησε προς στιγμή να ξύνει τα αρχίδια του. Μύρισε τα δάχτυλα που έξυναν τα αρχίδια του σκεφτικός, και μετά συνέχισε να ξύνει τα αρχίδια του βαθιά απορροφημένος. "Ήρθε η ώρα μου φαίνεται!" μονολόγησε. Ύστερα σηκώθηκε, και άρχισε να ψάχνει το δωμάτιο του Δία.
Ο Διας τον κοιτούσε με μισό μάτι να του ανακατέβει το σπιτικό και ήδη η αριστερή παλάμη άρχισε να μαζεύει τους σπόρους ενός κεραυνού που θα έριχνε σε λίγο στους Σουηδούς. "Τι ψάχνεις ρε?", τον ρώτησε. "Νέους κόσμους" είπε ο Χριστός, "βλέπω έχεις αρκετούς, αν και μερικοί έχουν πιάσει μούχλα".
"Τι έχεις στο μυαλό σου?" ρώτησε ο Δίας, αν και ήξερε την απάντηση. "Την εκπλήρωση του σεναρίου" είπε ο Χριστός. "Δεν νομίζεις ότι θα είχε πλάκα να έρθει και εκείνη η δευτέρα παρουσία που αποφασίσαμε τελευταία στιγμή να ακυρώσουμε το 1940?". "Θα το πούμε στα παιδιά, να μαζευτούμε, με μπύρες, θα έχει χαβαλέ. Και στο τέλος τα κάνουμε όλα λαμπόγιαλο, τα χέζουμε ΟΛΑ, γιαλιά-καρφιά-πανικός, γαμάμε όλους τους νόμους του σύμπαντος που φτιάξαμε και κάνουμε και ένα big pull [σημ. του συγγραφέα, το αντίθετο του big bang] και καθαρίσαμε. Αρχίζουμε ένα καινούργιο κόσμο από αυτούς που έχεις, είναι και η σειρά του Κρίσνα να γίνει κυρίαρχη θεότητα σε αυτόν, οπότε θα πάψει να μας σκοτίζει τα αρχίδια με την γκρίνια του, και θα έχει πλάκα. Μόνο να μη βάλουμε δεινόσαυρους, κάνουν πολύ φασαρία."
Ο Διας καθόταν σκεφτικός και άκουγε. Δεν ήταν κακή ιδέα, έπρεπε να παραδεχτεί. Είχε βαρεθεί αυτό το σύμπαν, τόσο καιρό το είχανε στο κάτω-κάτω! Άσε που ήταν προβληματικό από την αρχή...
"Και πώς λες να το κάνουμε? Να ανατινάξουμε τον ήλιο κτλ? Μια κόλαση φωτιάς να καταπίνει τη Γη και έτσι?"
"Όχι ρε, έτσι θα τελειώσουμε στο τέταρτο και δεν θα έχει πολύ πλάκα. Θα το συνεχίσουμε εκεί που το αφήσαμε. Η ιδέα του Βούδα για τον πυρηνικό όλεθρο ήταν ΓΑ-ΜΑ-ΤΗ! θα μπορούμε και εμείς να πάρουμε ανθρώπινες μορφές και να πάμε να τα σπάσουμε! Φώναξε τα παιδιά, να τα ρωτήσουμε τι λένε και αυτοί και αν είναι, το προχωράμε."

Ανώνυμος είπε...

"Φώναξε τα παιδιά, να τα ρωτήσουμε τι λένε και αυτοί και αν είναι, το προχωράμε."
Μέσα σε έξι λεπτά, όλοι οι Θεοί καθόντουσαν στο μεγάλο τραπέζι του κεντρικού δωματίου και μάλωναν σαν παιδιά για το ποιος έχει την καλύτερη ιδέα. Ο Άρης, είχε βγάλει το κράνος και τις περικνημίδες του, είχε βάλει τα πόδια του πάνω στο τραπέζι, κι έτρωγε λιόσπορους (φτύνοντας τα φλούδια), με ένα χαμόγελο που πρόδιδε την ικανοποίησή του για το θέμα της συζήτησης. Ο Χριστός, με το γνωστό σαγηνευτικό του ύφος, προσπαθούσε να τους πείσει για την ιδέα της "δευτέρας παρουσίας" και την πλάκα που θα σπάγανε βλέποντας τους -εσπευμένως μετανοούντες- θνητούς. Ο Βούδας επέμενε στην άποψη του "πυρηνικού ολέθρου" με το επιχείρημα ότι αν η ανθρωπότητα πίστευε ότι αυτοκαταστρεφόταν θα είχε περισσότερο χαβαλέ. Είχε επινοήσει ακόμα και το ακριβές σενάριο:

"Η εθνική γιορτή του Πακιστάν πλησιάζει και στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τη μεγάλη στρατιωτική παρέλαση, ένας απαρχαιωμένος βαλιστικός πύραυλος της δεκαετίας του 70, πυροδοτείται καταλάθος και σκάει στο Taj Mahal. Οι Ινδοί, δεν το παίρνουν και πολύ ψύχραιμα και απαντούν με βαλιστικό πύραυλο εδάφους-εδάφους στο Ισλαμαμπάντ, στο οποίο δε μένει κολυμπηθρόξυλο. Οι Αμερικάνοι θεωρούν υπεύθυνο για την έκρηξη τον Μπιν Λάντεν και ξαναβομβαρδίζουν το Αφγανιστάν. Στην αναμπουμπούλα, η Β.Κορεάτες επιτίθενται στους Νότιους. Ρώσοι και κινέζοι παίρνουν το μέρος των Ινδών, ενώ το ΝΑΤΟ τίθεται σύσσωμο στο πλευρό του Πακιστάν, (πλην των γάλλων που παρεξηγούνται γιατί ενημερώθηκαν για την κατάσταση πρώτοι οι άγγλοι, κι αποχωρούν από το ΝΑΤΟ."

Σε όλους άρεσε αυτό το σενάριο. Ο Άρης χάρηκε τόσο πολύ και από τον ενθουσιασμό του, του πέφτει το σακουλάκι με τους λιόσπορους. Ο μόνος που δεν συμφωνούσε με το σενάριο "γυαλιά-καρφιά" ήταν ο Μωάμεθ ο οποίος πίστευε ότι είναι πουστιά όλων των άλλων θεών, τώρα που βλέπουν ότι κερδίζει, και θέλουν να μηδενίσουν το παιχνίδι και να το ξεκινήσουν απ' την αρχή. Επίσης ο Ερμής ήταν κατά, γιατί λέει θα δυσκολευόταν να ξανακάνει high score στο Sim city και στο Civilization.

Μ'αυτά και μ' εκείνα, η ώρα πέρναγε, κι οι θεοί συνέχιζαν να μαλώνουν και να συζητούν για το ποιος είχε την καλύτερη και "καταστροφικότερη" ιδέα.

Ανώνυμος είπε...

"Σκέφτηκε τα μάτια της. Έκλεισαν και τα δικά του... "
Άνοιξε τα μάτια του. Ο άνθρωπος κοίταξε γύρω του χαμένος. Είδε το σώμα του πεσμένο στο πάτωμα και, παραδόξως, δεν ένοιωσε καμμία φρίκη. Τον ενόχλησε λίγο η φαλακρίτσα που είχε αρχίσει να κάνει και ασυναίσθητα πέρασε το χέρι του πάνω από τα μαλλιά του, που δεν ήταν εκεί. Ούτε το χέρι, ούτε τα μαλλιά. Το μόνο που είχε πλέον απομείνει από αυτόν ήταν η Σκέψη του. Μη ξέροντας τι καλύτερο να κάνει και νοιώθοντας ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα γαλήνης και πληρότητας, κάθισε δίπλα στο πτώμα του να δει τι θα γίνει.
Μετά από λίγο άκουσε ένα άλογο. Γύρισε και είδε ένα κατάμαυρο άλογο, ψηλό και ρωμαλέο, να φυσάει καπνό από τα ρουθούνια του. Στην πλάτη του καθόταν μια μορφή με μια μαύρη κουκούλα και ένα δρεπάνι στο χέρι, το οποίο αποτελούνταν μόνο από κόκκαλα.
Η μορφή κατέβηκε, γύρισε προς το μέρος του και ρώτησε: "Είσαι ο @##$#?? Στρατιώτης της σκακιέρας?" με μια φωνή απαλή και μπάσα και καθαρή, σαν παγετώνας. "Ναι, και εσύ είσαι ο τελικός κριτής?" ρώτησε ο άνθρωπος. "Όχι, είμαι ο Χάροντας. Ήρθα να σε απελευθερώσω από τα δεσμά σου". Εκείνη τη στιγμή ο άνθρωπος συνειδητοποίησε ότι ήταν συνδεδεμένος με μια λεπτή φωτεινή κλωστή με τη λιπαρή σακούλα που ήταν κάποτε το σώμα του. Η κλωστή αυτή κόπηκε με μια γρήγορη κίνηση του δρεπανιού.
"Και τώρα τι γίνεται?" ρώτησε ο άνθρωπος νοιώθοντας μια αμηχανία να τον κυριεύει. Μέσα του σκεπτόταν όλες αυτές τις πράξεις απληστίας και καταστροφής τις οποίες είχε διαπράξει. "Τίποτα, είσαι ελεύθερος", ήρθε η απάντηση. "Δεν θα κριθεί η ζωή μου από κάποιον Θεό?" ρώτησε ο άνθρωπος. "Αν το θέλεις. Έχεις κάποια προτίμηση?" ρώτησε η νηφάλια παγωμένη ψυχή.
"Δεν θα πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη?" ρώτησε ξανά ο άνθρωπος, με ένα αίσθημα καταπατημένου δικαίου? απόρριψης? Δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι τον ενοχλούσε. Μάλλον τον ενοχλούσε η αδιαφορία του Σύμπαντος. Να μην θέλει να τον περάσει από Θεία Δίκη? "Δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Υπάρχω μόνο εγώ." ήρθε η απάντηση. "Και οι θεοί?" "Θα πρέπει να περιμένουν τη σειρά τους. Κανείς δεν ζει για πάντα." "Κοίτα, χαίρομαι που δεν θα κριθώ από κάποιον Υπέρτατο Κριτή, γιατί... να... για να λέμε και του στραβού το δίκιο, έχω και εγώ τα κριματάκια μου. Αλλά αυτή είναι η Ζωή Μετά. Το Επόμενο Βήμα. Δεν θα έπρεπε να είναι κάπως πιο συνταρακτικό? Τόσα ζώα σκότωσα, τόσα βουνά άδειασα, τόση δύναμη έχω. Δεν θα έπρεπε να συμβεί κάτι?"
Τις τελευταίες λέξεις ο άνθρωπος τις είπε φωνάζοντας.
"Συμβαίνει. Είμαι εδώ και σε ελευθερώνω. Όπως και στα άλλα πλάσματα σε όλα τα σύμπαντα. Όταν αποσυντέθηκε το πρώτο κύτταρο στη σούπα μεθανίου της Γης ήμουν εκεί. Όταν διασπαστεί και ο τελευταίος πυρήνας ηλίου στο σύμπαν αυτό, θα είμαι πάλι εκεί. Στο μεταξύ, υπάρξεις σταματούν να ζουν."
Η ψηλόλιγνη μορφή ανέβηκε στο άλογο.
"Είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις". Το άλογο έφυγε ξεφυσώντας φλόγες από τα ρουθούνια του και πετώντας σπίθες από τις οπλές του.
Ο άνθρωπος σκέφτηκε για λίγο και ανυψώθηκε εντυπωσιακά. Ο ήλιος φαινόταν καλός προορισμός. Λίγη ζεστασιά και φώς θα ήταν καλοδεχούμενα.

Ανώνυμος είπε...

"Ο στρατιώτης έγινε άνθρωπος και κατέβηκε οριστικά από το σκάκι."
Ο Χρ!ουν κοίταξε τον εχθρό στην άλλη άκρη της σκακιέρας να εγκαταλείψει ήρεμα τη μάχη. Τον ενόχλησε λίγο το γεγονός ότι ο εχθρός δεν έτρεχε πανικόβλητος για τη ζωή του, αλλά όσο να' ναι, ένας εχθρός λιγότερος είναι κάτι θετικό. Ο Χρ!ουν πήρε μια βαθιά ανάσα και έκατσε μια στιγμή να ξαποστάσει. Μεγάλο λάθος. Ένας τρομερός ιππέας, ο φόβος και ο τρόμος όχι μόνο των φανταροπιονιών αλλά και των κανονικών φιγούρων διάλεξε εκείνη τη στιγμή να εφορμήσει εναντίον του. Ο Χρ!ουν κοίταξε τον εχθρό που κάλπαζε κατά πάνω του. Ένοιωσε το μίσος να τον τυλίγει και να του ζεσταίνει τρυφερά τα σωθικά. Οι πονεμένοι από τις σφαγές του μύες χαλάρωσαν κάτω από την ευεργετική επίδραση αυτής της ζέστης που ένοιωθε τώρα να του καίει την καρδιά. Το κτήνος μέσα του ούρλιαξε στην προσμονή του νέου θανατικού. Ο Χρ!ουν δοκίμασε το έδαφος κάτω από τις πατούσες του, "καρφώνοντας" τα πόδια του στο έδαφος. Σήκωσε την ασπίδα πάνω από το κεφάλι του και τοποθέτησε το σώμα του πίσω από αυτή. Καμπούριασε σαν ελατήριο έτοιμο να εκτιναχτεί. Ο Χρ!ουν άκουγε των ήχο των πετάλων του τρομερού αλόγου να δυναμώνουν. Σφίχτηκε. Το κτήνος μπορούσε πλέον να μυρίσει αίμα και ούρλιαζε! Η καρδιά του τρομπάριζε αίμα σαν τρελλή. Ένοιωσε τρομερή πίεση στα μηνίγκια του. Η γλυκιά φλόγα του μίσους, τροφοδοτημένη από τόσο φόβο, τον τύλιξε ολόκληρο.
Ξαφνικά ένας εκωφαντικός θόρυβος. Ένοιωσε το χτύπημα του αλόγου να εξοστρακίζεται στην ασπίδα του. Ταλαντώθηκε λίγο στα λυγισμένα του γόνατα για να απορροφήσει την ενέργεια της κρούσης. Η αλήθεια είναι ότι την περίμενε χειρότερη. Γύρισε γρήγορα το κεφάλι του ψάχνοντας για το άλογο. Το είδε να εφορμά σε έναν απομονωμένο πύργο, να υπερπηδά τις επάλξεις και να σφάζει τους υπερασπιστές του. Φωνές και φασαρία. Τελικά δεν ήταν αυτός ο στόχος, το άλογο δεν είχε ενδιαφερθεί πραγματικά για αυτόν. Χαλάρωσε τους μυς του που είχαν σφίξει σαν πέτρα. Άφησε το μίσος να τον παρασύρει. Το κτήνος πήρε τον έλεγχο. Όρμησε εναντίον μερικών εχθρικών πιονιών. Έκοψε ένα κεφάλι ουρλιάζοντας. Γύρισε προς τον δεύτερο και βύθισε το ξίφος του στην πλάτη του. Γαμώτο, βρήκε πλευρό. Το έβγαλε, σημάδεψε λίγο παραδίπλα και το ξαναβύθισε. Αυτή τη φορά ένοιωσε την ελαστική αντίσταση του πνεύμονα που σχιζόταν. Το κτήνος ούρλιαξε από χαρά. Γύρισε τη λεπίδα κάθετα, όσο ήταν ακόμη μέσα στην πληγή. Αυτό το κάθαρμα θα πέθαινε μέσα σε φρικτούς πόνους. Τράβηξε τη λεπίδα του. Γύρισε προς τον τρίτο της παρέας που είχε γυρίσει προς το μέρος του και τον κοίταγε τρομαγμένος.

Ανώνυμος είπε...

"Μια" "Ωραία" "Πε" "ταλούδα"
τραγούδησε το κτήνος μέσα του, καθώς πλησίαζε το τρίτο εχθρικό πιόνι. Είδε στο εσωτερικό των μηρών του έναν τεράστιο λεκέ από κάτουρα. Μια μια απότομη κίνηση έκανε το σπαθί του άλλου να φύγει από τα χέρια.

Το κτήνος μέσα του μύρισε το φόβο και κούνησε την ουρά του. Ο Χρ!ουν έπιασε τον άλλο από το λαιμό και μη δίνοντας σημασία στα ψελίσματα του άλλου πίεσε με όλη του τη δύναμη. Κάποιες απεγνωσμένες αδύνατες γροθιές ούτε που τις ένοιωσε. Κάποιοι σπασμοί απλώς επιβεβαίωσαν το αναμενόμενο.

"ΑΑΑΑΑΑΑ" φώναξε το κτήνος. Ο Χρ!ουν άκουσε τη φωνή του να βγαίνει από το λαρύγγι του και τρόμαξε. Το κτήνος χορτάτο από το φονικό αποτραβήχτηκε στα βάθη της ψυχής του.
Ένοιωσε άδειος για λίγο μα πολύ ζωντανός. Πιο ζωντανός από ποτέ. Πιο εστιασμένος στο παρόν από οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Η ύπαρξή του στο παρόν ήταν σκληρή σαν διαμάντι. Απόρρησε με το πόσο ζωντανός νοιώθεις όταν κάποιος προσπαθεί να σε σκοτώσει.
Γύρισε την πλάτη του στα τρία πτώματα και πήγε να βρει την ομάδα του για να ανασυνταχτεί. Η μάχη δεν είχε τελειώσει ακόμα.

Ανώνυμος είπε...

Κι όμως είχε τελειώσει. Και μαζί της η ύπαρξη όλων σχεδόν των παρευρισκομένων στη μάχη. Από τους εχθρούς είχε μείνει μόνο ένα πιόνι και ο φυλακισμένος πια βασιλιάς ενώ από την πλευρά του Χρ!ουν είχε μείνει ένας πύργος, ένα άλογο και αυτός. Τυχερός μπαγάσας αποδείχτηκε. Ευτυχώς τον πέρασε ξώφαλτσα εκείνο το άλογο. Ο Χρ!ουν είχε βοηθήσει να θάψει τους νεκρούς, είχε μαζέψει τα διαμελισμένα πτώματα, είχε σκυλέψει τους νεκρούς.

Εχθροί και φίλοι θάφτηκαν όλοι μαζί σε μια μεγάλη τρύπα με μια μεγάλη πέτρα από πάνω της για τύμβο. Με τον καιρό ο τύμβος αυτός ρήμαξε και κανείς πια δεν θυμόταν τη μάχη και τους νεκρούς που αυτή έφερε μαζί της. Για την ακρίβεια κανείς δεν θυμόταν καν να έχει γίνει μάχη ούτε καν οι μακρινοί απόγονοι των συμμετεχόντων σε αυτή. Πάντως η μάχη αυτή δεν είχε ούτε έμμεσα αφήσει το στίγμα της στην ιστορία. Ούτε αυτοκρατορίες γκρεμίστηκαν, ούτε βασίλεια απειλήθηκαν, ούτε θρησκεία επιβλήθηκε, ούτε άνθρωποι σκλαβώθηκαν. Οι δύο στρατοί απλά αποσύρθηκαν και ..... τίποτα.
Καθώς ο Χρ!ουν γερνούσε όλο και περισσότερο σκεφτόταν εκείνη τη μάχη. Τα χρόνια από εκείνο το απόγευμα είχαν περάσει πολύ γρήγορα, σχεδόν σαν ψέμα. Δεν θυμόταν να ένοιωσε ποτέ τόσο ζωντανός ξανά.
Του ερχόταν ξανά και ξανά στο μυαλό η στιγμή που είχε μάθει την έκβαση της μάχης. Την κούραση που τον τύλιξε ξαφνικά, το βάρος που απέκτησε η ασπίδα και το ξίφος στα χέρια του, την όμορφη αίσθηση του ήλιου που έδυε. Θυμάται που είχε κλείσει τα μάτια του και γύρισε το κεφάλι του προς τον ήλιο και ένοιωθε το φως και τη ζέστη μέσα από τα βλέφαρά του. θυμόταν ξανά τη μυρωδιά της ρίγανης που φύτρωνε κάπου εκεί κοντά και της κοφτερής αίσθησης που είχαν οι πέτρες όταν κάθησε πάνω τους.
Αυτό που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει ήταν ο φόβος και η αγωνία του τρίτου θύματός του σε εκείνη την αλλόκοτη επίθεση. Ένοιωθε τύψεις κάπου μέσα στο βάθος της ύπαρξής του γιατί ήξερε ότι δεν χρειαζόταν να τον σκοτώσει. Τον είχε σκοτώσει το κτήνος. Το κτήνος τον είχε διατάξει να το κάνει και αυτός εκτέλεσε τυφλά τη διαταγή. Ήταν καθαρή δολοφονία. Ο αντίπαλός του ήταν ήδη ηττημένος και φοβισμένος και με μια κραυγή δική του θα έφευγε τρέχοντας. Ας τον πλήγωνε μόνο τουλάχιστο. Δεν ήταν ανάγκη να τον πνίξει.
Το παιδί εκείνο θα μπορούσε να ήταν ο ίδιος. Θα μπορούσε να ήταν ο γιος του, ο οποίος του φαινόταν το ίδιο φοβισμένος απέναντι στον κόσμο. Πόσες φορές δεν είχε αναρωτηθεί πώς θα ένοιωθε αν κάποιος δολοφονούσε άγρια το γιό του?
Ήξερε όλες τις δικαιολογίες. Τις είχε πει ένα εκατομμύριο φορές στον εαυτό του και είχε προσποιηθεί ότι τις πίστευε. Ότι ο μικρός αποτελούσε απειλή, ότι ήταν εχθρός, ότι το ίδιο θα είχε κάνει και εκείνος στη θέση του και άλλες πολλές. Όσες περισσότερες έλεγε, τόσες περισσότερες μαζεύονταν μέσα του, σε μια μικρή μπαλίτσα στην κοιλιά του που αργότερα έγιναν έλκος και τώρα καρκίνος.
Κατά μια πικρή ειρωνία της τύχης, είχε σφραγίσει την τύχη του εκείνο το απόγευμα. Δολοφονώντας το παλικάρι εκείνο, έβαζε άθελά του πρόωρο τέλος και στη δική του ζωή, πολλά χρόνια αργότερα.
Και πιο το νόημα? Τι είχε κερδίσει με εκείνον τον ανώνυμο θάνατο? Ούτε το όνομα του θύματός του δεν ήξερε.

Ανώνυμος είπε...

Τελικά πέθανε και αυτός, κανένας δεν θυμόταν κανένα, και άντε και γαμηθείτε!

Ανώνυμος είπε...

"Ένα συγκλονιστικό, έντονα φορτισμένο, αντιμιλιταριστικό κείμενο του Χάρη Αμιλίδη, κατακεραυνώνει κατεστημένες αντιλήψεις και αρθρώνει πολεμική κατά του Ιμπεριαλισμού και των επεκτατικών βλέψεων της πολεμοκάπηλης δύσης. Μια (γεμάτη συναίσθημα και ανθρωπιά) γροθιά στο στομάχι, γι' αυτούς που "την αξίζουν", προβληματίζει και συγκινεί ακόμα και...πλανητάρχη."

Ανώνυμος είπε...

"Γεμάτη εκπλήξεις αφήγηση, αληθινό, ανθρώπινο, αφυπνίζει τις νυσταλέες μας συνειδήσεις"

Ανώνυμος είπε...

Ο "Χαρούλης γατούλης" για μια ακόμη φορά εντυπωσιάζει με την τόλμη, τη φαντασία και τον επαναστατικό του λόγο. Κείμενο "κραυγή" μέσα στη βαριά νύχτα που μας σκεπάζει όλους.

Ανώνυμος είπε...

Επίκαιρος όσο ποτέ, ο "γατούλης" σε φόντο μεσανατολικό, επιτίθεται και δείχνει "τα νύχια του" στους ιέρακες του πολέμου, με τον τρόπο που μόνο αυτός ξέρει. Απλά μοναδικός!

Ανώνυμος είπε...

Οι εργάτες συγκινούνται και χαιρετούν το μέγα συγγραφέφα της ψυχολογίας της μάζας Χάρη Αμιλίδη. Ένας γνήσιος σύντροφος-αγωνιστής δίνει το δικό του χρώμα στη μάχη για την ανατροπή της Δεξιάς.

Ανώνυμος είπε...

Χαιρετούμε το σύντροφο που με τόση ζωντάνια περιγράφει τον ψυχισμό των συντρόφων μας στη μάχη. Το αρχαίο ελληνικό πνεύμα που ζεί μέσα από τα γραπτά του υπογαμμίζει σαφέστατα την ανωτερότητα της Ελληνικής φυλής έναντι των αλλόφυλων και αλλόθρησκων.

Ανώνυμος είπε...

Φαίνεται ξεκάθαρα η αδυναμία της κυβέρνησης να ανταποκριθεί στα μείζονα προβλήματα της κοινωνίας. Η διαφθορά στο στράτευμα είναι καθαρά αποτυχία της παρούσας κυβέρνησης.
Καταστροφή και διάλυση παντού.

Ανώνυμος είπε...

Who the fuck is Δημήτρης Δανίκας? Είναι κάποιος σημαντικός?

Ανώνυμος είπε...

Ο συγγραφέας Χάρης Αμιλίδης, με έξυπνο και διασκεδαστικό τρόπο, καταδεικνύει την αστοχία και τη ματαιότητα των πολεμικών αναμετρήσεων, μαζί με την άσκοπη διάθεση οικονομικών (και όχι μόνο) πόρων, σε μία περιττή (και χωρίς κανένα οικονομικό όφελος) δραστηριότητα, τον πόλεμο.

Ανώνυμος είπε...

Δεν σε πιστεύω; Δεν ξέρεις το Δ.Δανίκα;

Είναι (κυρίως) κριτικός κινηματογράφου, και γράφει (κυρίως) στα "ΝΕΑ". Είναι αντικομφορμιστής, κομμουνιστής, αντιδραστικός κι απόλυτος. Είναι λίγο μονόπλευρος, αλλά ενίοτε αυτά που γράφει έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Ανώνυμος είπε...

Σόρυ ρε συ ΧΟΝΤΡΕΛΩ,

Δεν διαβάζω μπλε και πράσινες πολιτικές φυλλάδες.